Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4366: προσρηγγνυμιπροσρηγγνυμι, and in later writings (Winer's Grammar, 22) προσρήσσω; 1 aorist προσέρρηξα R G L, προσερηξα T Tr WH (see Rho); to break against, break by dashing against: παιδία ἀπολεῖς προσρηγνυς πέτραις, Josephus, Antiquities 9, 4, 6; λέοντα προσρηξας τῇ γῆ, 6, 9, 3; intransitive, (cf. Winers Grammar, § 38, 1; (Buttmann, § 130, 4)): ὁ ποταμός τῇ οἰκία, Luke 6:48 (49; Matthew 7:27 L marginal reading): in the passive, τῇ ἄκρα ἡ τά κύματα προσρήσσεται, Antoninus 4, 49. Forms and Transliterations προσερηξεν προσέρηξεν προσέρρηξεν προσσιελίση πρόσταγμα προστάγμασι προστάγμασί προστάγμασιν προστάγματα προστάγματά προστάγματι προστάγματος προσταγμάτων προστάδα proserexen proserēxen prosérexen prosérēxenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |