Strong's Exhaustive Concordance fall into. From en and pipto; to fall on, i.e. (literally) to be entrapped by, or (figuratively) be overwhelmed with -- fall among (into). see GREEK en see GREEK pipto Forms and Transliterations εμπεπτωκότας εμπεσειν εμπεσείν ἐμπεσεῖν εμπεσείται εμπεση εμπεσή εμπέση ἐμπέσῃ εμπεσοντος εμπεσόντος ἐμπεσόντος εμπεσούμαι εμπεσουνται ἐμπεσοῦνται εμπέσω εμπέσωμεν εμπίπτει εμπιπτουσιν εμπίπτουσιν ἐμπίπτουσιν εμπιστευθήσεσθε εμπιστεύσατε εμπλατύνει εμπλατύνη εμπλάτυνον εμπλατύνω εμπλατύνων εμπλατύνωσι ενέπεσαν ενέπεσεν ενέπεσον ενεπιστεύσατε empese empesē empései empésēi empesein empeseîn empesontos empesóntos empesountai empesoûntai empiptousin empíptousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |