1705. empiplemi
Strong's Exhaustive Concordance
fill.

Or empletho em-play'-tho; from en and the base of pleistos;to fill in (up), i.e. (by implication) to satisfy (literally or figuratively) -- fill.

see GREEK en

see GREEK pleistos

Forms and Transliterations
εμπεπλησμενοι εμπεπλησμένοι ἐμπεπλησμένοι εμπέπλησται εμπίμπλανται εμπίμπλαται εμπιπλαμένη εμπιπλάς εμπίπλασθε εμπιπλάται εμπιπλων εμπιπλών ἐμπιπλῶν εμπιπλώντα εμπλήσαι εμπλήσει εμπλήσεις εμπλήση εμπλήσης εμπλησθείη εμπλησθείς εμπλησθέντες εμπλησθέντι εμπλησθή εμπλησθήναι εμπλησθής εμπλησθήσεσθε εμπλησθήσεται εμπλησθήση εμπλησθήσονται εμπλησθήτε εμπλήσθητι εμπλησθήτω εμπλησθω εμπλησθώ ἐμπλησθῶ εμπλησθώσι εμπλησθώσιν έμπλησον εμπλήσω εμπλήσωσι ενεπίμπλασαν ενέπλησα ενέπλησαν ενέπλησας ενεπλήσατε ενέπλησε ενεπλησεν ενέπλησεν ἐνέπλησεν ενεπλήσθη ενεπλήσθημεν ενεπλήσθην ενεπλήσθης ενεπλησθησαν ενεπλήσθησαν ἐνεπλήσθησαν ενεπρήθησαν ενέπρησαν empeplesmenoi empeplesménoi empeplēsmenoi empeplēsménoi empiplon empiplôn empiplōn empiplō̂n emplestho emplesthô emplēsthō emplēsthō̂ eneplesen eneplēsen enéplesen enéplēsen eneplesthesan eneplēsthēsan eneplḗsthesan eneplḗsthēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1704
Top of Page
Top of Page