850. auchmeros
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 850: αὐχμηρός

αὐχμηρός, ἀυχμηρα, ἀυχμηρον (αὐχμέω to be squalid), squalid, dirty (Xenophon, Plato, and following), and since dirty things are destitute of brightness, dark: 2 Peter 1:19, Aristotle, de color. 3 τό λαμπρόν στιλβον ... τοὐναντίον ἀυχμηρον καί ἀλαμπες. (Hesychius, Suidas, Pollux).

Forms and Transliterations
αυχμηρω αυχμηρώ αὐχμηρῷ αυχμού αυχμώδης αφαγνιεί αφαγνιείς αφαγνιείτε αφαγνίσαι αφαγνίσασθαι αφαγνισθή αφαγνισθήσεται αφαίρεμα αφαιρέματα αφαιρέματος αφαιρεμάτων auchmero auchmērō auchmerôi auchmērō̂i
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
849
Top of Page
Top of Page