Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 5275: ὑπολείπωὑπολείπω: 1 aorist passive ὑπελείφθην; from Homer down; the Sept. for הִשְׁאִיר and הותִיר; to leave behind (see ὑπό, III. 1); passive, to be left behind, left remaining, the Sept. for נִשְׁאַר and נותַר: used of a survivor, Romans 11:3. Forms and Transliterations υπελείπετο υπελείποντο υπελείφθη υπελειφθην υπελείφθην ὑπελείφθην υπελείφθησαν υπέλιπεν υπελίπετο υπελίποντο υπελίπου υποιλειφθείς ὑπόλειμμα υπολειπέσθαι υπολείπεσθαι υπολείπεσθε υπολείποιτο υπολειπόμενα υπολειφθείσιν υπολειφθέν υπολειφθέντα υπολειφθέντας υπολειφθή υπολειφθήσεται υπολειφθήσονται υπολειφθώσι υπολείψεται υπολείψομαι υπολειψόμεθα υπολέλειμμαι υπολελειμμένα υπολελειμμέναι υπολελειμμένοι υπολελειμμένοις υπολελειμμένον υπολελειμμένος υπολελειμμένους υπολελειμμένων υπολέλειπται υπολιμμα ὑπόλιμμα hypeleiphthen hypeleiphthēn hypeleíphthen hypeleíphthēn hypoleimma hypóleimma upeleiphthen upeleiphthēn upoleimmaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |