Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 5114: τομώτεροςτομώτερος, τομωτερα, τομωτερον (comparitive from τομός cutting, sharp, and this from τέμνω), sharper: Hebrews 4:12 ((Pseudo-)Phocylid. verse 116 ((Gnom. Poet. Graec. edition Brunck, p. 116)) ὅπλον τοι λόγος ἀνδρί τομωτερον ἐστι σιδήρου; add, Timon in Athen. 10, p. 445e.; Lucian, Tox. 11). Forms and Transliterations ετόξευσαν ετόξευσε τομωτερος τομώτερος τόξευμα τοξεύμασι τοξεύμασιν τοξεύματα τοξεύματά τοξεύματι τοξεύματος τοξευμάτων τοξεύοντες τοξεύσατε τοξεύσει τόξευσον τοξεύσουσιν tomoteros tomōteros tomṓterosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |