Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4902: συνέπομαισυνέπομαι: imperfect συνειπομην; from Homer down; to follow with, to accompany: τίνι, one, Acts 20:4. Forms and Transliterations συνειπετο συνείπετο συνεπέθεντο συνεπεσκέπησαν συνεπιθή συνεπιθώνται συνεπισκέψη συνεπίσταμαι συνεπίσχυσαν συνεπιτιθέμενα συνεπιτιθεμένων suneipeto syneipeto syneípetoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |