Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2952: κυνάριονκυνάριον, κυναριου, τό (diminutive of κύων, equivalent to κυνίδιον, which Phryn. prefers; see Lob. ad Phryn., p. 180; cf. γυναικάριον),a little dog: Matthew 15:26; Mark 7:27f (Xenophon, Plato, Theophrastus, Plutarch, others.) Forms and Transliterations κυναρια κυνάρια κυναριοις κυναρίοις κυνηγείν κυνηγός κυνικός κυνόμυια κυνόμυιαν κυνομυίας κυνομύιας κυοφορούσης κυπαρίσσινα κυπαρισσίνων κυπάρισσοι κυπάρισσον κυπάρισσος κυπαρίσσου κυπαρίσσω κυπαρίσσων κυπρίζουσιν kunaria kunariois kynaria kynária kynariois kynaríoisLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |