2733. katoikia
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2733: κατοικία

κατοικία, κατοικίας, (κατοικέω), dwelling, habitation: Acts 17:26. (the Sept.; Polybius 2, 32, 4; Strabo, Plutarch, others.)

Forms and Transliterations
αυτούς κατοικία κατοικίαι κατοικιάις κατοικίαις κατοικίαν κατοικιας κατοικίας κατοικιεί κατοικίζει κατοικίζων κατοικίσαι κατοικισθήναι κατοικισθήσεται κατοίκισον κατοικιώ κάτοικοι κατοιόμενος κατόπισθε κατόπισθεν κατόπισθέν κατώκισα κατώκισάς κατώκισεν κατωκίσθη κατωκίσθημεν κατωκίσθησαν κατώκισθησαν κατωκίσθητε κατώκισται κατωκοδομημέναις katoikias katoikías
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2732
Top of Page
Top of Page