Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2624: κατακληροδοτέωκατακληροδοτέω, κατακληροδότω (see κατά, III. 6): 1 aorist κατεκληροδότησα; to distribute by lot; to distribute as an inheritance: τίνι τί, Acts 13:19 Rec.; see the following word. ( Deuteronomy 1:38; Deuteronomy 21:16; Joshua 19:51 Ald., Complutensian; 1 Macc. 3:36 — in all with the variant κατακληρονομεῖν. Not found in secular authors.) STRONGS NT 2624: κατακληρονομέωκατακληρονομέω, κατακληρονόμω (see κατά, III. 6): 1 aorist κατεκληρονόμησα; to distribute by lot, to distribute as an inheritance: τίνι τί, Acts 13:19 G L T Tr WH. (Numbers 34:18; Deuteronomy 3:28; Joshua 14:1; Judges 11:24 Alex.; 1 Samuel 2:8; 1 Esdr. 8:82. Also often intransitive, to receive, obtain, acquire as an inheritance; as, Deuteronomy 1:8 variant, ; . Not found in secular authors.)
Forms and Transliterations κατακληροδοτή κατακληρονομείν κατακληρονομείς κατακληρονομείτε κατακληρονομήσαι κατακληρονομήσαντας κατακληρονομήσαντες κατακληρονομήσατε κατακληρονομήσει κατακληρονομήσεις κατακληρονομήσετε κατακληρονομήσης κατακληρονομήσητε κατακληρονομήσομεν κατακληρονομήσουσι κατακληρονομήσουσιν κατακληρονομήσω κατακληρονομήσωσι κατακληρονομών κατακληρούται κατακληρώσηται κατεκληροδότησεν κατεκληρονόμη΄σε κατεκληρονόμηθης κατεκληρονόμησα κατεκληρονόμησαν κατεκληρονομήσατε κατεκληρονόμησε κατεκληρονομήσεις κατεκληρονομησεν κατεκληρονόμησεν κληροδοτήσαι katekleronomesen katekleronómesen kateklēronomēsen kateklēronómēsenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|