2619. katakaluptó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2619: κατακαλύπτω

κατακαλύπτω: the Sept. for כִּסָּה; from Homer down; to cover up (see κατά, III. 3); middle present κατακαλύπτομαι, to veil or cover oneself: 1 Corinthians 11:6; τήν κεφαλήν, one's head, 1 Corinthians 11:7.

Forms and Transliterations
καλυπτεσθαι κατακαλυπτεσθαι κατακαλύπτεσθαι κατακαλυπτεσθω κατακαλυπτέσθω κατακαλυπτεται κατακαλύπτεται κατακαλύπτον κατακαλύψαι κατακαλύψει κατακαλύψεις κατακαλύψομαι κατακαλύψουσιν κατακαλύψω κατάκαρπος κατάκαρπως κατακάρπωσιν κατάκαυμα κατακαύματι κατακαύματος κατακαύματός κατεκάλυπτον κατεκαλύφθη κατεκαλύψατο κατεκάλυψε κατεκάλυψέν κατεκάμφθην κατέκαμψαν katakaluptesthai katakaluptestho katakaluptesthō katakaluptetai katakalyptesthai katakalýptesthai katakalyptestho katakalyptesthō katakalyptéstho katakalyptésthō katakalyptetai katakalýptetai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2618
Top of Page
Top of Page