1821. exapostelló
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1821: ἐξαποστέλλω

ἐξαποστέλλω; future ἐξαποστελῶ; 1 aorist ἐξαπέστειλα; (2 aorist passive ἐξαπεσταλην); the Sept. very often for שָׁלַח; properly, to send away from oneself (ἀπό) out of the place or out of doors (ἐκ (which see VI. 2));

1. to send forth: τινα, with commissions, Acts 7:12; (Acts 12:11); Galatians 4:4; followed by an infinitive of purpose, Acts 11:22 (but L T Tr WH omit the infinitive); εἰς ἔθνη, unto the Gentiles, Acts 22:21 (WH marginal reading ἀποστέλλω); used also of powers, influences things (see ἀποστέλλω, 1 a.): τήν ἐπαγγελίαν, the promised blessing, Luke 24:49 T Tr WH; τό πνεῦμα εἰς τάς καρδίας, to send forth i. e. impart the Spirit to our hearts, Galatians 4:6; (τό ... κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας, Mark 16 WH in (rejected) 'Shorter Conclusion'); ὑμῖν λόγος ... ἐξαπεστάλη, the message was sent forth, i. e. commanded to be announced, to you, Acts 13:26 L T Tr WH.

2. to send away: τινα εἰς etc. Acts 9:30; followed by an infinitive of purpose, Acts 17:14; τινα κενόν, Luke 1:53; Luke 20:10, 11. (Desm., Polybius, Diodorus.)

Forms and Transliterations
ἀποστέλλω εξαπεσταλη ἐξαπεστάλη εξαπέσταλκα εξαπέσταλκά εξαπέσταλκας εξαπέσταλκέ εξαπεσταλμέναι εξαπέστειλα εξαπέστειλά εξαπεστείλαμέν εξαπεστειλαν εξαπέστειλαν εξαπέστειλάν ἐξαπέστειλαν εξαπέστειλας εξαπεστείλατε εξαπεστείλατέ εξαπέστειλε εξαπεστειλεν εξαπέστειλεν ἐξαπέστειλεν εξαποστείλαι εξαποστείλαί εξαποστείλας εξαποστείλατε εξαποστειλάτωσαν εξαποστείλη εξαπόστειλης εξαποστείλητε εξαπόστειλον εξαπόστειλόν εξαποστειλω εξαποστείλω εξαποστελεί εξαπόστελει εξαποστελείς εξαποστελείτε εξαποστέλη εξαποστέλλειν εξαποστέλλετε εξαποστέλλη εξαποστέλλης εξαποστελλομένους εξαποστελλομένων εξαποστέλλοντας εξαποστέλλουσι εξαποστελλω εξαποστελλώ εξαποστέλλω ἐξαποστέλλω εξαποστέλλων εξαποστελω εξαποστελώ εξαποστέλω ἐξαποστελῶ εξάπτη εξαριθμηθήσεται εξαριθμήσαι εξαριθμήσασθαι εξαριθμήσει εξαριθμήσεις εξαριθμήσεται εξαριθμήση εξαριθμήσομαι εξαρκέσει εξάρσει εξαφθείσα εξήπται εξηρίθμησαν εξηρτημέναι εξήφθησαν εξήψε apostello apostellō apostéllo apostéllō exapestale exapestalē exapestále exapestálē exapesteilan exapésteilan exapesteilen exapésteilen exapostelo exapostelô exapostelō exapostelō̂
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1820
Top of Page
Top of Page