Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1646: ἐλάχιστοςἐλάχιστος, ἐλαχίστη, ἐλάχιστον (superlative of the adjective μικρός, but coming from ἐλαχύς) ((Homer h. Merc. 573), Herodotus down), smallest, least — whether in size: James 3:4; in amount: of the management of affairs, πιστός ἐν ἐλαχίστῳ, Luke 16:10 (opposed to ἐν πολλῷ); Forms and Transliterations ελάχιστα ελαχιστη ελαχίστη ἐλαχίστη ελαχίστης ελάχιστοι ελαχιστον ελάχιστον ελάχιστόν ἐλάχιστον ἐλάχιστόν ελαχιστος ελάχιστος ἐλάχιστος ελαχιστου ελαχίστου ἐλαχίστου ελαχιστω ελαχίστω ἐλαχίστῳ ελαχιστων ελαχίστων ἐλαχίστων elachiste elachistē elachíste elachístē elachisto elachistō elachístoi elachístōi elachiston elachistōn elachíston elachístōn eláchiston eláchistón elachistos eláchistos elachistou elachístouLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |