Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 162: αἰχμαλωτεύωαἰχμαλωτεύω; 1 aorist ἠχμαλώτευσα; a later word (cf. Lob. ad Phryn., p. 442; (Winers Grammar, 92 (88).)); to make captive, take captive: 2 Timothy 3:6 Rec.; frequent in the Sept. and O. T. Apocrypha; to lead captive: Ephesians 4:8 (Ezekiel 12:3; (1 Esdr. 6:15)). Forms and Transliterations αιχμαλωτευθήσεται αιχμαλωτευθήση αιχμαλωτεύθητι αιχμαλωτευομένη αιχμαλωτευόμενοι αιχμαλωτεύοντες αιχμαλωτευόντων αιχμαλωτεύσαι αιχμαλωτεύσαντες αιχμαλωτευσάντων αιχμαλωτεύση αιχμαλωτεύσουσί αιχμαλωτεύσουσιν ηχμαλωτεύθησαν ηχμαλώτευσαν ηχμαλώτευσας ηχμαλωτεύσατε ηχμαλώτευσε ηχμαλωτευσεν ηχμαλώτευσεν ᾐχμαλώτευσεν ηχμαλώτευται echmaloteusen ēchmalōteusen eichmalṓteusen ēichmalṓteusenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |