Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1475: ἔδαφοςἔδαφος, ἐδαφεος (ἐδάφους), τό, bottom, base, ground: πίπτειν εἰς τό ἔδαφος, Acts 22:7. (the Sept.; in classical writings from Homer down.) Forms and Transliterations εδάφει εδαφος εδάφος έδαφος ἔδαφος εδάφους εδέσματα εδεσμάτων έδνα έδραι έδραις έδρας εδρασθήναι edaphos édaphosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |