Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1353: διοδεύωδιοδεύω: imperfect διωδευον; (1 aorist διώδευσα); 1. to pass or travel through: τόπον τινα, Acts 17:1; (the Sept., Polybius, Plutarch, others). 2. to travel hither and thither, go about: with κατά πόλιν καί κώμην added, through city and village, Luke 8:1.
Forms and Transliterations διοδεύειν διοδεύεσθαι διοδεύοντες διοδεύοντος διοδεύουσι Διοδευσαντες Διοδεύσαντες διόδευσον διοδεύων διόδοις δίοδος διόδους διόδω διόδων διοικηταίς διοικοδομήσωμεν διόλου διώδευε διωδευεν διώδευεν διώδευσεν diodeuen diōdeuen diṓdeuen Diodeusantes DiodeúsantesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|