705. arithmeó
Strong's Exhaustive Concordance
number, count.

From arithmos; to enumerate or count -- number.

see GREEK arithmos

Forms and Transliterations
αριθμείν αριθμηθείη αριθμηθήναι αριθμηθήσεται αριθμησαι αριθμήσαι ἀριθμῆσαι αριθμήσατε αριθμήσετε αρίθμησον αριθμητά αριθμηταί αριθμητοί αριθμούντος αριθμών ηριθμημεναι ηριθμημέναι ἠριθμημέναι ηριθμηνται ηρίθμηνται ἠρίθμηνται ηρίθμησαν ηρίθμησας ηρίθμησε ηρίθμησεν arithmesai arithmêsai arithmēsai arithmē̂sai erithmemenai erithmeménai ērithmēmenai ērithmēménai erithmentai eríthmentai ērithmēntai ēríthmēntai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
704
Top of Page
Top of Page