Strong's Exhaustive Concordance manager, stall. From pateomai (to eat); a crib (for fodder) -- manager, stall. Forms and Transliterations εφάτνωσε εφάτνωσεν εφαύλισα εφαυλίσαμεν εφαύλισας εφαύλισε εφαύλισέ εφαύλισεν πεφατωνμένα πεφαυλισμένοι πεφαυλισμένος φάτναι φάτναις φάτνας φατνη φάτνη φάτνῃ φάτνην φατνης φάτνης φατνώμασιν φατνώματα φατνώματος φαυλίζει φαυλίζοντα φαυλίζοντες φαυλίσματα φαυλισμόν φαυλισμός φαυλισμώ φαυλίστρια phatne phatnē phátnei phátnēi phatnes phatnēs phátnes phátnēsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |