4928. sunoché
Strong's Exhaustive Concordance
anguish, distress.

From sunecho; restraint, i.e. (figuratively) anxiety -- anguish, distress.

see GREEK sunecho

Forms and Transliterations
συνετάραξάν συνετάραξας συνετάραξε συνετάραξεν συνετάρασσον συνετάρασσόν συνεταράσσοντο συνεταράχθη συνεταράχθησαν συνοχάς συνοχη συνοχή συνοχὴ συνοχήν συνοχης συνοχής συνοχῆς συνταγή σύνταγμα συνταγών συντάξεις συντάξεως σύνταξιν σύνταξις συνταράξει συνταράξεις συνταράσσει συνταράσσεις συνταράσσων sunoche sunochē sunoches sunochēs synoche synochē synochḕ synoches synochês synochēs synochē̂s
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4927
Top of Page
Top of Page