4844. sumpino
Strong's Exhaustive Concordance
drink with.

From sun and pino; to partake a beverage in company -- drink with.

see GREEK sun

see GREEK pino

Forms and Transliterations
συμπεπλεγμένον συμπεπλεγμένους συμπέπλεκται συμπέπτωκε συμπεσείται συμπεσέτω συμπεσούνται συμπιείν συμπλακήσεται συμπλακήσονται συμπλέκεται συμπλέκουσιν συμπλεκτόν συνέπεσαν συνέπεσε συνέπεσον συνεπιομεν συνεπίομεν συνεπλάκησαν συνεπλέκετο sunepiomen synepiomen synepíomen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4843
Top of Page
Top of Page