Strong's Exhaustive Concordance an openingFrom anoigo; opening (throat) -- X open. see GREEK anoigo Forms and Transliterations ανοιξει ανοίξει ἀνοίξει ανομεί ανόμημα ανόμημά ανομήματα ανομήσαι ανομήσετε ανομήσητε ανομήσωσιν ανομίας ανομούντες ανομών ηνόμησα ηνομήσαμεν ηνόμησαν ηνόμησας ηνομήσατε ηνόμησε ηνόμησεν ηνόμουν anoixei anoíxeiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |