Strong's Exhaustive Concordance abundant, many, much Including the forms from the alternate pollos; (singular) much (in any respect) or (plural) many; neuter (singular) as adverbial, largely; neuter (plural) as adverb or noun often, mostly, largely -- abundant, + altogether, common, + far (passed, spent), (+ be of a) great (age, deal, -ly, while), long, many, much, oft(-en (-times)), plenteous, sore, straitly. Compare pleistos, pleion. see GREEK pleistos see GREEK pleion Forms and Transliterations πλειον πλείον πλείόν πλείονα πλείονά πλείονας πλείονες πλείονές πλείονι πλείονος πλειόνων πλείοσι πλείοσιν πλειούς πλείους πλείστα πλείσται πλείστοι πλείστον πλείστος πλέον πολής πολλα πολλά πολλὰ πολλαι πολλαί πολλαὶ πολλαις πολλαίς πολλαῖς πολλας πολλάς πολλὰς πολλη πολλή πολλὴ πολλῇ πολλην πολλήν πολλὴν πολλης πολλής πολλῆς ΠΟΛΛΟΙ πολλοί πολλοὶ πολλοις πολλοίς πολλοῖς πολλου πολλού πολλοῦ πολλους πολλούς πολλοὺς πολλω πολλώ πολλῷ πολλων πολλών πολλῶν πολυ πολύ πολὺ πολυν πολύν πολὺν πολυς πολύς πολὺς polla pollá pollà pollai pollaí pollaì pollais pollaîs pollas pollás pollàs polle pollē pollḗ pollḕ pollêi pollē̂i pollen pollēn pollḗn pollḕn polles pollês pollēs pollē̂s pollo pollō POLLOI polloí polloì pollôi pollō̂i pollois polloîs pollon pollôn pollōn pollō̂n pollou polloû pollous polloús polloùs polu polun polus poly polý polỳ polyn polýn polỳn polys polýs polỳsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |