363. anamimnéskó
Strong's Exhaustive Concordance
call to mind, remember

From ana and mimnesko; to remind; (reflexively) to recollect -- call to mind, (bring to, call to, put in), remember(-brance).

see GREEK ana

see GREEK mimnesko

Forms and Transliterations
αναμιμ΄νησκων Αναμιμνησκεσθε αναμιμνήσκεσθε Ἀναμιμνήσκεσθε ἀναμιμνῄσκεσθε αναμιμνήσκησεται αναμιμνησκομενου αναμιμνησκομένου ἀναμιμνησκομένου ἀναμιμνῃσκομένου αναμιμνήσκουσα αναμιμνήσκουσαν αναμιμνησκω αναμιμνήσκω ἀναμιμνήσκω ἀναμιμνῄσκω αναμιμνήσκων αναμνήσαι αναμνήσατε αναμνησει ἀναμνήσει αναμνήσεσθε αναμνησθείη αναμνησθεις αναμνησθείς ἀναμνησθεὶς αναμνησθήσεσθε αναμνησθώσιν ανεμνήσατε ανεμνησθη ανεμνήσθη ἀνεμνήσθη Anamimneskesthe Anamimnēskesthe Anamimnḗskesthe anamimnesko anamimnēskō anamimnḗsko anamimnḗskō anamimneskomenou anamimneskoménou anamimnēskomenou anamimnēskoménou anamnesei anamnēsei anamnḗsei anamnestheis anamnestheìs anamnēstheis anamnēstheìs anemnesthe anemnēsthē anemnḗsthe anemnḗsthē
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
362
Top of Page
Top of Page