Strong's Exhaustive Concordance build, edify, embolden. From the same as oikodome; to be a house-builder, i.e. Construct or (figuratively) confirm -- (be in) build(-er, -ing, up), edify, embolden. see GREEK oikodome Forms and Transliterations καὶ οικοδομει οικοδομεί οἰκοδομεῖ οικοδομειν οικοδομείν οἰκοδομεῖν οικοδομείς οικοδομείσθαι οικοδομεισθε οικοδομείσθε οἰκοδομεῖσθε οικοδομειται οικοδομείται οἰκοδομεῖται οικοδομειτε οικοδομείτε οἰκοδομεῖτε οικοδομηθη οικοδομηθή οἰκοδομήθη οικοδομηθήναι οικοδομηθής οικοδομηθήσεσθε οικοδομηθησεται οικοδομηθήσεται οἰκοδομηθήσεται οικοδομηθηση οικοδομηθήση οικοδομηθήσονται οικοδομηθήσονταί οικοδομηθήτω οικοδομησαι οικοδομήσαι οἰκοδομῆσαι οικοδομήσαντες οικοδομησαντι οικοδομήσαντι οἰκοδομήσαντι οικοδομήσας οικοδομήσατε οικοδομησάτω οικοδομησάτωσαν οικοδομήσει οικοδομήσεις οικοδομησεν οἰκοδόμησεν οικοδομησετε οικοδομήσετε οικοδομήσετέ οἰκοδομήσετέ οικοδομήση οικοδομήσης οικοδομήσητε οικοδομησθαι οἰκοδομῆσθαι οικοδομήσομεν οικοδόμησον οικοδόμησόν οικοδομήσουσι οικοδομήσουσιν οικοδομησω οικοδομήσω οἰκοδομήσω οικοδομήσωμεν οικοδομούμεν οικοδομούμεναι οικοδομουμενη οικοδομουμένη οἰκοδομουμένη οικοδομούμενον οικοδομουντες οικοδομούντες οἰκοδομοῦντες οικοδομουντι οικοδομούντι οἰκοδομοῦντι οικοδομούντων οικοδομούσι οικοδομούσιν οικοδομω οικοδομώ οἰκοδομῶ οικοδομων οικοδομών οἰκοδομῶν οἰκοδόμων ωκοδομήθη ωκοδόμηκα ωκοδομήκατέ ωκοδομημέναι ωκοδομημένον ωκοδομημένος ωκοδόμηνται ωκοδόμησα ωκοδόμησά ωκοδομήσαί ωκοδομήσαμεν ωκοδόμησαν ωκοδόμησάν ωκοδόμησας ωκοδομήσατε ωκοδομήσατέ ωκοδόμησε ωκοδομησεν ωκοδόμησεν ᾠκοδόμησεν ωκοδόμηται ωκοδομητο ωκοδόμητο ᾠκοδόμητο ωκοδομουν ωκοδόμουν ᾠκοδόμουν ωκοδόμουσαν kai oikodomei oikodomeî oikodomein oikodomeîn oikodomeisthe oikodomeîsthe oikodomeitai oikodomeîtai oikodomeite oikodomeîte oikodomesai oikodomêsai oikodomēsai oikodomē̂sai oikodomesanti oikodomēsanti oikodomḗsanti oikodomesen oikodomēsen oikodómesen oikodómēsen ōikodómēsen oikodomesete oikodomēsete oikodomḗseté oikodomeso oikodomēsō oikodomḗso oikodomḗsō oikodomesthai oikodomêsthai oikodomēsthai oikodomē̂sthai oikodomethe oikodomēthē oikodomḗthe oikodomḗthē oikodomethesetai oikodomethḗsetai oikodomēthēsetai oikodomēthḗsetai oikodómeto ōikodómēto oikodomo oikodomô oikodomō oikodomō̂ oikodomon oikodomôn oikodomōn oikodomō̂n oikodómon oikodómōn oikodomoumene oikodomoumenē oikodomouméne oikodomouménē oikodómoun ōikodómoun oikodomountes oikodomoûntes oikodomounti oikodomoûnti okodomesen ōkodomēsen okodometo ōkodomēto okodomoun ōkodomounLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |