Strong's Exhaustive Concordance shave. From a derivative of the same as xulon (meaning a razor); to shave or "shear" the hair -- shave. see GREEK xulon Forms and Transliterations εξυρημενη ἐξυρημένῃ εξυρημένοι εξύρησαν εξυρήσατο εξυρήσε εξύρησε εξύρησεν ξύη ξυρασθαι ξυράσθαι ξυρᾶσθαι ξυρηθήναι ξυρηθήσεσθε ξυρηθήσεται ξυρηθήσονται ξύρησαι ξυρήσασθαι ξυρήσει ξυρήσεις ξυρήσεται ξύρησιν ξύρησίν ξυρησονται ξυρήσονται ξυρήσωμαι ξυρήσωνται ξυρόν ξυρός ξυρώ ξυστούς ξύων exuremene exurēmenē exyremene exyrēmenē exyreménei exyrēménēi xurasthai xuresontai xurēsontai xyrasthai xyrâsthai xyresontai xyrēsontai xyrḗsontaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |