Strong's Exhaustive Concordance exceeding, great, large(including the prolonged forms, feminine megale, plural megaloi, etc.; compare also megistos, meizon); big (literally or figuratively, in a very wide application) -- (+ fear) exceedingly, great(-est), high, large, loud, mighty, + (be) sore (afraid), strong, X to years. see GREEK megistos see GREEK meizon Forms and Transliterations μαγάλην μεγα μέγα μεγαλα μεγάλα μεγαλαι μεγάλαι μεγαλαις μεγάλαις μεγαλας μεγάλας ΜΕΓΑΛΗ μεγάλη μεγάλῃ μεγαλην μεγαλήν μεγάλην μεγαλης μεγάλης μεγαλοι μεγάλοι μεγάλοις μεγαλου μεγαλού μεγάλου μεγαλους μεγάλους μεγαλω μεγάλω μεγάλῳ μεγαλων μεγάλων μεγαν μέγαν μεγας μέγας μεγιστα μέγιστα μεγίστη μειζον μείζον μεῖζον μεῖζόν μειζονα μείζονα μειζονας μείζονας μειζονες μείζονες μείζονι μειζονος μείζονος μειζοτεραν μειζοτέραν μειζω μείζω μειζων μείζων mega méga megala megála megalai megálai megalais megálais megalas megálas MEGALe MEGALĒ megále megálē megálei megálēi megalen megalēn megálen megálēn megales megalēs megáles megálēs megalo megalō megaloi megáloi megálōi megalon megalōn megálon megálōn megalou megálou megalous megálous megan mégan megas mégas megista mégista meizo meizō meízo meízō meizon meizōn meízon meízōn meîzon meîzón meizona meízona meizonas meízonas meizones meízones meizonos meízonos meizoteran meizotéranLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |