Strong's Exhaustive Concordance wash. A primary verb; to bathe (the whole person; whereas nipto means to wet a part only, and pluno to wash, cleanse garments exclusively) -- wash. see GREEK nipto see GREEK pluno Forms and Transliterations ελούου έλουσά ελούσαντο ελούσατο ελουσεν έλουσεν ἔλουσεν ελούσθης λελουμένοι λελουμενος λελουμένος λελουσμέναι λελουσμενοι λελουσμένοι λουομένην λούσαι λουσαμενη λουσαμένη λουσαντες λούσαντες λούσαντι λούσασθαι λούσασθε λούσεις λούσεται λούση λούσηται λούσομαι λούσονται λούσω λοφίαν λοφίας λοχευομένων λοχεύονται elousen élousen leloumenos lelouménos lelousmenoi lelousménoi lousamene lousamenē lousaméne lousaménē lousantes loúsantesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |