Strong's Exhaustive Concordance able to judgeFrom krites; decisive ("critical"), i.e. Discriminative -- discerner. see GREEK krites Forms and Transliterations εκρότησαν εκρότησας κριτικος κριτικός κριτικὸς κρόκη κρόκην κρόκης κροκόδειλος κρόκος κρόκω κρόμμυα κροσσούς κροσσών κροσσωτά κροσσωτοίς κροτάφοις κρόταφον κροταφω κροτήσατε κροτήσει κρότησον κροτήσουσι κροτήσω kritikos kritikòsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |