Strong's Exhaustive Concordance bow. Apparently a primary verb; to bend -- bow. Forms and Transliterations εκάμφθησαν εκαμψαν έκαμψαν ἔκαμψαν έκαμψεν κάμπτει καμπτω κάμπτω κάμπτων καμπύλαι κάμψαντες καμψει κάμψει κάμψεις καμψη κάμψη κάμψῃ κάμψης καψάκη καψάκης ekampsan ékampsan kampse kampsē kampsei kámpsei kámpsēi kampto kamptō kámpto kámptōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |