Strong's Exhaustive Concordance strange, foreignFrom allos and genos; foreign, i.e. Not a Jew -- stranger. see GREEK allos see GREEK genos Forms and Transliterations αλλογενεί αλλογενείς αλλογενέσι αλλογενης αλλογενής ἀλλογενὴς αλλογενούς αλλογενών αλλογλώσσους αλλοιοί αλλοιούσθω αλλοιωθή αλλοιωθήσεται αλλοιωθήση αλλοιωθησομένοις αλλοιωθησομένων αλλοιωθωσιν αλλοιώσαι αλλοίωσις ηλλοιώθη ηλλοιώθησαν ηλλοίωσαν ηλλοίωσε allogenes allogenēs allogenḕsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |