1987. epistamai
Strong's Exhaustive Concordance
know, understand.

Apparently a middle voice of ephistemi (with nous implied); to put the mind upon, i.e. Comprehend, or be acquainted with -- know, understand.

see GREEK ephistemi

see GREEK nous

Forms and Transliterations
επισταμαι επίσταμαι επίσταμαί ἐπίσταμαι επιστάμενοι επιστάμενοί επιστάμενον επισταμενος επιστάμενος ἐπιστάμενος επισταμένου επισταμένω επιστανται επίστανται ἐπίστανται επίστασαι επιστασθε επίστασθε ἐπίστασθε επισταται επιστάται επίσταται ἐπίσταται επίστη επίστησθε επιστώνται ἐφίσταται ηπιστάμην ηπίσταντό ηπίστω ephistatai ephístatai epistamai epístamai epistamenos epistámenos epistantai epístantai epistasthe epístasthe epistatai epístatai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1986
Top of Page
Top of Page