Strong's Exhaustive Concordance catch, lay hold on. Middle voice from epi and lambano; to seize (for help, injury, attainment, or any other purpose; literally or figuratively) -- catch, lay hold (up-)on, take (by, hold of, on). see GREEK epi see GREEK lambano Forms and Transliterations επειλημμένη επελαβετο επελάβετο επελάβετό ἐπελάβετο επελαβόμην επελάβοντο επελάβοντό επελαμβάνετο επιλαβεσθαι επιλαβέσθαι ἐπιλαβέσθαι επιλάβηται επιλαβομένη επιλαβομενοι επιλαβόμενοι επιλαβόμενοί ἐπιλαβόμενοι επιλαβομενος επιλαβόμενος ἐπιλαβόμενος επιλαβομενου επιλαβομένου ἐπιλαβομένου επιλαβου επιλαβού ἐπιλαβοῦ επιλαβωνται επιλάβωνται ἐπιλάβωνται επιλαμβανεται επιλαμβάνεται ἐπιλαμβάνεται επιλαμβανομένοις επιλαμβάνωνται επιλάμψει επιλήψεται επιλήψονται epelabeto epelábeto epilabesthai epilabésthai epilabomenoi epilabómenoi epilabomenos epilabómenos epilabomenou epilaboménou epilabontai epilabōntai epilábontai epilábōntai epilabou epilaboû epilambanetai epilambánetaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |