Strong's Exhaustive Concordance burying. From entaphiazo; preparation for interment -- burying. see GREEK entaphiazo Forms and Transliterations ενέτεινά ενέτειναν ενέτεινε ενέτεινεν ενταφιασμον ενταφιασμόν ἐνταφιασμόν ενταφιασμου ενταφιασμού ἐνταφιασμοῦ ενταφιασταί ενταφιασταίς εντείνατε έντεινον εντείνοντες εντείνοντι εντενεί εντεταμένα εντεταμένον εντεταμένου entaphiasmon entaphiasmón entaphiasmou entaphiasmoûLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |