1533. eispheró
Strong's Exhaustive Concordance
bring in, lead into.

From eis and phero; to carry inward (literally or figuratively) -- bring (in), lead into.

see GREEK eis

see GREEK phero

Forms and Transliterations
εισενέγκαι εισενέγκαντες εισενέγκας εισενέγκατε εισένεγκε εισένεγκέ εισενεγκειν εισενεγκείν εισενέγκειν εἰσενεγκεῖν εισενεγκης εισενέγκης εἰσενέγκῃς εισενέγκωσι εισενεγκωσιν εισενέγκωσιν εἰσενέγκωσιν εισενεχθέν εισενεχθέντος εισενεχθή εισενεχθήναι εισενεχθήσεται εισενεχθήσωνται εισεφέρετε εισέφερον εισηνεγκαμεν εισηνέγκαμεν εἰσηνέγκαμεν εισήνεγκαν εισηνέγκατε εισήνεγκε εισήνεγκέ εισήνεγκεν εισηνέχθη εισοίσει εισοίσεις εισοίσομεν εισοίσουσι εισοίσουσιν εισοίσω εισφέρειν εισφερεις εισφέρεις εἰσφέρεις εισφερεται εισφέρεται εἰσφέρεται εισφέρητε εισφερόμενον εισφερομένου εισφέρουσι εισφέρουσιν εισφερωσιν εἰσφέρωσιν εισφορά εισφοράν εισφοράς εσενέγκης eisenenkamen eisenénkamen eisēnenkamen eisēnénkamen eisenenkein eisenenkeîn eisenénkeis eisenénkēis eisenenkes eisenenkēs eisenenkosin eisenenkōsin eisenénkosin eisenénkōsin eisphereis eisphéreis eispheretai eisphéretai eispherosin eispherōsin eisphérosin eisphérōsin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1532
Top of Page
Top of Page