1398. douleuó
Strong's Exhaustive Concordance
be in bondage, do service.

From doulos; to be a slave to (literal or figurative, involuntary or voluntary) -- be in bondage, (do) serve(-ice).

see GREEK doulos

Forms and Transliterations
δεδούλευκα δεδούλευκά δεδουλευκαμεν δεδουλεύκαμεν δούλευε δουλευει δουλεύει δουλευειν δουλεύειν δουλευετε δουλεύετε δουλευετωσαν δουλευέτωσαν δουλεύητε δουλεύοντα δουλευοντες δουλεύοντες δουλεύοντές δουλεύοντος δουλεύοντός δουλεύουσί δουλευουσιν δουλεύουσιν δουλεύσαι δουλεύσατε δουλευσάτωσάν δουλευσει δουλεύσει δουλεύσεις δουλεύσετε δουλεύσης δουλεύσητε δουλεύσομεν δουλεύσομέν δούλευσον δουλεύσουσι δουλεύσουσί δουλευσουσιν δουλεύσουσιν δουλεύσω δουλεύσωμεν δουλεύσωσι δουλευω δουλεύω δουλευων δουλεύων εδούλευον εδούλευσα εδούλευσά εδουλεύσαμεν εδούλευσαν εδούλευσάν εδούλευσας εδουλευσατε εδουλεύσατε ἐδουλεύσατε εδούλευσε εδούλευσέ εδουλευσεν εδούλευσεν ἐδούλευσεν dedouleukamen dedouleúkamen douleuei douleúei douleuein douleúein douleuete douleúete douleuetosan douleuetōsan douleuétosan douleuétōsan douleuo douleuō douleúo douleúō douleuon douleuōn douleúon douleúōn douleuontes douleúontes douleuousin douleúousin douleusei douleúsei douleusousin douleúsousin edouleusate edouleúsate edouleusen edoúleusen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1397
Top of Page
Top of Page