Strong's Exhaustive Concordance charge, testify unto, witness. From dia and martureo; to attest or protest earnestly, or (by implication) hortatively -- charge, testify (unto), witness. see GREEK dia see GREEK martureo Forms and Transliterations διαμάρτυραι διαμαρτυραμενοι διαμαρτυράμενοι διαμαρτυρασθαι διαμαρτύρασθαι διαμαρτύρει διαμαρτυρεται διαμαρτύρεται διαμαρτύρεταί διαμαρτύρη διαμαρτυρηται διαμαρτύρηται Διαμαρτυρομαι Διαμαρτύρομαι διαμαρτύρομαί διαμαρτυρομενος διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρωμαι διαμαρτύρωνται διαμεμαρτύρημαι διαμεμαρτυρημένοι διαμεμαρτύρησαι διεμαρτυραμεθα διεμαρτυράμεθα διεμαρτυράμην διεμαρτύραντο διεμαρτυρατο διεμαρτύρατο διεμαρτύρετο διεμαρτυρω διεμαρτύρω diamarturamenoi diamarturasthai diamarturetai diamarturētai Diamarturomai diamarturomenos diamartyramenoi diamartyrámenoi diamartyrasthai diamartýrasthai diamartyretai diamartyrētai diamartýretai diamartýretaí diamartýrētai Diamartyromai Diamartýromai diamartyromenos diamartyrómenos diemarturametha diemarturato diemarturo diemarturō diemartyrametha diemartyrámetha diemartyrato diemartýrato diemartyro diemartyrō diemartýro diemartýrōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |